Ευαγγελοπούλου,Ε.α , Καραντώνη, Μ.β

αΨυχοθεραπεύτρια, Ελληνική Εταιρία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιών και Εφήβων, Αθήνα

βΨυχολόγος, Παιδοψυχιατρικό Τμήμα, Τζάνειο Γενικό Νοσοκομείο, Πειραιάς

Περίληψη

Στη θεραπεία με οικογένειες και ζευγάρια το διαπροσωπικό και το ενδο-ατομικό επίπεδο είναι αλληλένδετα. Προκύπτει, έτσι, η ανάγκη να απευθυνόμαστε και στα δυο.  Αρκετά συχνά, όταν εργαζόμαστε με οικογένειες και ζευγάρια βρισκόμαστε σε πεδία που η συστημική θεωρία με την ψυχαναλυτική αλληλοσυνδέονται. Στο άρθρο αυτό αναφερόμαστε στη συναισθηματική εμπειρία και τη θεραπευτική σχέση, που τα βρίσκουμε αντίστοιχα και στις δυο θεωρίες. Γίνεται παρουσίαση μιας περίπτωσης ενός έγγαμου ζεύγους σε θεραπεία με δυο θεραπεύτριες. Παρουσιάζεται η δουλειά που έγινε με τα σχεσιακά τρίγωνα, τις κυκλικές ερωτήσεις, τις εδώ-και-τώρα αλληλεπιδράσεις προκειμένου να εξερευνήσουμε την κυκλική αιτιότητα σε πολλαπλά επίπεδα αλληλεπίδρασης: στο άτομο (ενδο-ατομικό επίπεδο), στο ζευγάρι (διαπροσωπικό επίπεδο), στο θεραπευτικό σύστημα (θεραπευτές, πελάτες) και σε δια-γενεακό επίπεδο. Μέσα από τις βινιέτες παρουσιάζεται πώς οι επιστημολογίες της ενδο-ατομικής εμπειρίας και της «σχέσης» ενισχύουν τις διαπροσωπικές παρεμβάσεις, και πολύ συχνά είναι η οδός που επιφέρει την αλλαγή. Παρουσιάζουμε τις ιδέες μας όπως έχουν προκύψει από τις αναγκαιότητες της θεραπευτικής πρακτικής και με ενδιαφέρον εξετάζουμε τις συνηχήσεις μεταξύ αναλυτικού και συστημικού πεδίου.

 

Πώς συν-ταιριάζουν και λειτουργούν τα ζευγάρια;

Ο γάμος είναι ένα σύστημα με κανόνες (όχι εξολοκλήρου συνειδητό) όπου «κάθε μέλος πρέπει να λάβει κάτι για αυτό που δίνει˙ το σύστημα αυτό, κατά συνέπεια, προσδιορίζει τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των μελών στη συμφωνία» (Jackson,1965). Η έγγαμη και η συζυγική σχέση στη δυτική κουλτούρα περιλαμβάνει προσωπική δέσμευση, μια κοινή ιστορία και τη συναισθηματική πίεση ότι «πρέπει να πετύχει». Σε άλλες κουλτούρες όπου οι γάμοι γίνονται με συνοικέσιο και ως επί το πλείστον είναι η ένωση δυο οικογενειών η πίεση είναι στη ντροπή και στο «τι θα πουν οι άλλοι» (Jenkins,2006). Στο παρόν άρθρο αναφερόμαστε σε σχέσεις και ζευγάρια στη δυτική κουλτούρα για να είμαστε και σύμφωνοι με τη μελέτη περίπτωσης που ακολουθεί.

Όταν δυο άνθρωποι ενώνονται με τα δεσμά του γάμου, φέρνουν μέσα στη σχέση τα πιστεύω τους, τα οικογενειακά σενάρια, τους γνωστικούς χάρτες, τις ιστορίες και τις αφηγήσεις της μέχρι τώρα ζωής τους. Τα εσωτερικά μοντέλα αλληλεπιδρούν με αυτά του άλλου και κατασκευάζουν κάτι καινούργιο, ή μάλλον, ακόμα καλύτερα, κατασκευάζουν νέα μοντέλα αλληλεπίδρασης, που βασίζονται στα δια-γενεακά τους μοντέλα και στην εμπειρία του παρελθόντος. Αυτά τα μοντέλα αλληλεπίδρασης είναι αμφίδρομα. Οι συστημικοί συγγραφείς αντιλαμβάνονται αυτά τα μοντέλα ως κυκλικά ((Watzlawick& Weakland, 1977), ενώ η ψυχοδυναμική παράδοση  στρέφει το φακό της στις υποκείμενες διαδραστικές δυναμικές. Η Melanie Klein, για παράδειγμα, διδάσκει ότι οι αντικειμενοτρόπες σχέσεις είναι παρούσες από την αρχή της ζωής. Το στήθος της μητέρας είναι το πρωταρχικό αντικείμενο και το παιδί κάνει σχάση (splitting) μεταξύ καλού και κακού στήθους. Έτσι κάνει σχάση μεταξύ αγάπης και μίσους και με τον τρόπο αυτό το παιδί μπορεί και ενδοβάλλει και προβάλλει. Οι αντικειμενοτρόπες σχέσεις διαμορφώνονται από την αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών αντικειμένων και καταστάσεων (Klein, 1957).

Οι νευροεπιστήμονες έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο πώς τα ζευγάρια συνδέονται, αλληλεπιδρούν και αλληλοσχετίζονται. Η έρευνα πάνω στην   κοινωνική-συναισθηματική σηματοδότηση έχει αναδείξει κάποια ενδιαφέροντα ευρήματα σχετικά με τα μοντέλα που διέπουν το σύστημα επικοινωνίας ενός ζευγαριού. O Schore (2003) κάνει λόγο για «επικοινωνία πρόσδεσης δεξιού ημισφαιρίου με δεξί ημισφαίριο». Το δεξί ημισφαίριο είναι κεντρικό για την εκτίμηση των κοινωνικών ερεθισμάτων (έκφραση προσώπου, προσωδία, μη λεκτική επικοινωνία, κλπ). Γρήγορα και με τρόπο μη συνειδητό αξιολογεί και στη συνέχεια αποδίδει θετική ή αρνητική συναισθηματική σημασιοδότηση. Ο δεσμός που δημιουργείται μέσα στην καθημερινότητα ενός ζεύγους έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα να συντονίζονται στη γλώσσα σώματός του ενός με τον άλλον, στις ψυχικές διαθέσεις τους και στη μη λεκτική επικοινωνία τους. Απορρυθμιστικά συναισθηματικά μοντέλα πυροδοτούν τη διαδικασία των αρνητικών αποδόσεων στα κοινωνικά ερεθίσματα. Η έκφραση του προσώπου και μόνο μπορεί να λειτουργήσει ως σήμα (συχνά σε ένα επίπεδο πέραν της συνειδητής επίγνωσης) για την συναισθηματική αντίδραση του άλλου μέλους (Gerson, 2010).

H θεωρία της πρόσδεσης έχει να δώσει ενδιαφέρουσες απαντήσεις στο ερώτημα «πώς συνδέονται τα ζευγάρια». Ο Bowlby (1988) αντιλαμβάνεται την «αναζήτηση για επαφή» ως πρωταρχική ανάγκη στα άτομα και εντόπισε δυο μοντέλα πρόσδεσης: την ασφαλή και την αγχώδη. H Mary Ainsworth (Ainsworth et al., 1978) επέκτεινε περαιτέρω την θεωρία αυτή με τις παρατηρήσεις που έκανε πάνω στις αντιδράσεις βρεφών και νηπίων όταν η μητέρα αποσυρόταν κατά την πειραματική συνθήκη της «παράξενης κατάστασης» (strange situation). Κατηγοριοποίησε τις συμπεριφορές αυτές των παιδιών σε «ασφαλής», «αμφιθυμική», «αποφευκτική» και «αποδιοργανωμένη» συμπεριφορά. Οι κατηγορίες αυτές ερευνήθηκαν περαιτέρω από τη μαθήτρια της Ainsworth, τη Mary Main, η οποία ανέπτυξε και το Adult Αttachment Interview (Συνέντευξη για την Πρόσδεση σε Ενήλικες). Η υπόθεσή της ήταν ότι οι αναπαραστάσεις που έχουν οι ενήλικες για την πρόσδεσή τους με τις γονεικές φιγούρες (Main et al.,2003) μπορούσαν να προβλέψουν τη δική τους συμπεριφορά πρόσδεσης π.χ. με τα δικά τους παιδιά – ασφαλής, ή ανασφαλής, (απορριπτική, απασχολημένη, ανεπίλυτη). Τα αγχώδη άτομα είναι σε επαγρύπνηση και αγωνία μην τυχόν και εγκαταλειφθούν. Τα αποφευκτικά άτομα κρατούν απόσταση στις στενές σχέσεις. Τα ασφαλή άτομα στις σχέσεις είναι συναισθηματικά δεσμευμένα, αυτo-αποκαλύπτονται και είναι χαρούμενα. Μια ενδιαφέρουσα για τη θεραπεία διαπίστωση είναι ότι άτομα που είχαν «άθλια» παιδική ηλικία αλλά έχουν  τη δυνατότητα να την αφηγηθούν με τρόπο συνεκτικό, είναι πιο πιθανό να έχουν παιδιά ασφαλώς  συνδεδεμένα. Συνοχή είναι η συνεχής και εύλογη αναπόληση που κάνει το άτομο για το παρελθόν του αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά του αλλά και έχοντας ενσυναίσθηση για τους γονείς του και τη συμπεριφορά τους.

Στο ερώτημα «πώς ταιριάζουν τα ζευγάρια;» η θεωρία της πρόσδεσης δε δίνει μία μόνο απάντηση. Ο θεραπευτής κάνει τις υποθέσεις του με το κάθε ζευγάρι που συναντά. Παράμετροι της ζωής όπως η ερωτική έλξη, η προσωπική φιλοδοξία, η εθνικότητα, κλπ. πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη (Gerson, 2010). H Mary Main παρόλα αυτά έχει συμβάλλει στην πρωτοποριακή στροφή της κλινικής έρευνας και πρακτικής στις αναπαραστάσεις και την πρόσδεση. Έχει στρέψει το φως στην σημασία της προσωπικής ιστορίας του ατόμου με έναν τρόπο που συνάδει τόσο με τη συστημική όσο και με την ψυχαναλυτική σκέψη.

O Byng-Hall (2008) επεκτείνει αυτά τα ευρήματα στα ζευγάρια. Κάνει λόγο για «σενάρια πρόσδεσης» (attachment scripts), δηλαδή τις κοινές προσδοκίες για το πώς διαμορφώνονται οι οικογενειακοί ρόλοι. Σε μια οικογένεια, τα σενάρια μπορούν να είναι επαναληπτικά, δηλ. έτσι όπως βιώθηκαν στην πατρική οικογένεια ή –λιγότερα συχνά- διορθωτικά, δηλ. γίνεται η προσπάθεια να μην επαναλαμβάνονται τα λάθη  -έτσι όπως έγιναν αντιληπτά από το άτομο- στην οικογένεια καταγωγής του. Εδώ δίνεται έμφαση στις διαγενεακές σχέσεις.

Μια ακόμα θεωρία για το ερώτημα  «πώς ταιριάζουν τα ζευγάρια;» είναι η θεωρία του Bowen. Tα άτομα επιλέγουν συζύγους σε ισότιμο επίπεδο διαφοροποίησης. H διαφοροποίηση του εαυτού είναι η ικανότητα του ατόμου να διαχωρίσει τη γνωστική και συναισθηματική του λειτουργικότητα από εκείνη της οικογένειάς του. Τα άτομα με «χαμηλό επίπεδο διαφοροποίησης» εξαρτώνται από την αποδοχή και την έγκριση των άλλων. Εκείνα με υψηλότερο επίπεδο διαφοροποίησης αναγνωρίζουν πως χρειάζονται τους άλλους αλλά δεν εξαρτώνται από την αποδοχή και την έγκριση των άλλων.

Θεραπεία Ζεύγους: ένα μοντέλο εργασίας

Η αναζήτηση μοτίβων συμπεριφοράς (patterns) είναι η βάση της επιστημονικής έρευνας (Waltzlawick et al.,1967). Η οπτική μας στην θεραπεία ζεύγους είναι διττή˙ τα εσωτερικά μοντέλα των ατόμων  και η σύνδεσή τους με πρότερες εμπειρίες ζωής καθώς επίσης και τα  δια-δραστικά μοντέλα αλληλεπίδρασης.

Αντιλαμβανόμαστε το σχεσιακό αδιέξοδο ως την κορυφή του παγόβουνου με υποκείμενα διαδραστικά, ενδοψυχικά, διαγενεακά και κοινωνικο-πολιτισμικά στοιχεία. Οι αναφορές στη σύνδεση αυτών των στοιχείων, ή μάλλον των επιπέδων του «σχετίζεσθαι», είναι πολλαπλές τόσο στην παρελθούσα όσο και στην παρούσα βιβλιογραφία και προέρχονται  τόσο από τη συστημική όσο και από την ψυχοδυναμική παράδοση. Αυτές ακριβώς τις συνδέσεις κάνει η Mary Main  με την πρόσδεση στους ενήλικές, ο Byng– Hall με τα εσωτερικά μοντέλα του εαυτού και των άλλων (Byng-Hall, 2008), ο Minuchin με την συμπληρωματικότητα (Minuchin, 1974), ο Bowen με τις διεργασίες διαγενεακής μετάδοσης, ο Jenkins  με τα αόρατα συμβόλαια (Jenkins, 2006), ο Elkaim (1997)με τους ανακλαστικούς διπλούς δεσμούς.

Η Melanie Κlein κάνει μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή περιγραφή. Η περιγραφή του οιδιπόδειου συμπλέγματος σκιαγραφεί την αλληλεξάρτηση των μέγιστων πλευρών της ανάπτυξης. Η σεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού συνδέεται με τις αντικειμενοτρόπους σχέσεις του και με όλα τα συναισθήματα που, από την αρχή, διαμορφώνουν την στάση του προς τη μητέρα και τον πατέρα. Το άγχος, η ενοχή, και τα καταθλιπτικά συναισθήματα είναι εγγενή στοιχεία στη συναισθηματική ζωή του παιδιού και για το λόγο αυτό διαπερνούν τις πρώτες αντικειμενοτρόπους σχέσεις του, οι οποίες συνίστανται από τη σύνδεση με πραγματικά πρόσωπα αλλά και από τις αναπαραστάσεις τους στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού. Από τις ενδοβλημένες αυτές ταυτίσεις του παιδιού αναπτύσσεται το υπερεγώ το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει τη σύνδεση με του γονείς αλλά και ολόκληρη τη σεξουαλική ανάπτυξη. Η συναισθηματική και σεξουαλική ανάπτυξη, οι αντικειμενοτρόπες σχέσεις και η ανάπτυξη του υπερεγώ αλληλεπιδρούν από την αρχή (Klein, 1975). Οι Allen, Fonagy και Bateman (2008) αναφέρουν ότι τα προβλήματα ανάγονται στο κρίσιμο εκείνο στάδιο της ανάπτυξης του εαυτού, όταν το παιδί αναζητά το πρωταρχικό αντικείμενο αναπαράστασης των δικών του ψυχικών καταστάσεων. Η αποτυχία σε αυτό το αναγκάζει να αναζητήσει παθολογικές λύσεις προκειμένου να επιτύχει μια οργάνωση που να το εμπεριέχει.

Από την αναζήτηση της βιβλιογραφίας, μας κίνησε το ενδιαφέρον «ο κύκλος της ευαλωτότητας» (Scheinkman &Fishbane, 2004) ως μοντέλο εργασίας στη θεραπεία με ζεύγη (και οικογένειες).

Εν συντομία, ευαλωτότητα είναι «η ευαισθησία που έχουν αναπτύξει τα άτομα από παρελθούσες ή τρέχουσες καταστάσεις στη ζωή τους και την οποία φέρνουν μέσα στις κοντινές τους σχέσεις» (σ.281). Όπως ακριβώς μια πληγή είναι ευαίσθητη στο άγγιγμα και τον ενδεχόμενο πόνο (πραγματικό ή αντιληπτό), έτσι και οι ευαλωτότητες είναι ευαίσθητες στον επικείμενο «κίνδυνο», αναμένουν τον πόνο και για το λόγο αυτό ενεργοποιούν αυτο-προστατευτικές διαδικασίες αντίδρασης. Αυτοί οι τρόποι αντίδρασης είναι συνήθως αυτόματοι καθώς τα νοήματα από παρελθούσες εμπειρίες συνηχούν με την παρούσα κατάσταση. Αυτές οι διαδικασίες αντίδρασης θεωρούνται «στρατηγικές επιβίωσης» που συνθέτονται από πιστεύω και στρατηγικές που έχει υιοθετήσει το άτομο στο παρελθόν, στην οικογένεια καταγωγής, προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του (και τους άλλους). Οι στρατηγικές επιβίωσης κατά την παιδική ηλικία ενσωματώνονται στο διαδραστικό καλειδοσκόπιο που καβαλούν τα άτομα καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Όταν είναι προσαρμοστικές οι στρατηγικές αυτές συμβάλλουν στην προσαρμογή και την ευελιξία. Όταν είναι «παγωμένες», παραμένουν αδιαφοροποίητες αντιδραστικές συμπεριφορές της παιδικής ηλικίας και γίνονται προβληματικές με αποτέλεσμα να οδηγούν σε σχεσιακά αδιέξοδα κατά την ενήλικη ζωή. Παραδείγματα στρατηγικών που μπορούν να ακινητοποιήσουν είναι θέσεις όπως «το κλάμα είναι δείγμα αδυναμίας», «οι γυναίκες δεν είναι άξιες εμπιστοσύνης», κλπ. Με άλλα λόγια, εκείνο που κάποτε λειτουργούσε προστατευτικά για το άτομο, μπορεί να υπάρξει αιτία για δυσκολίες στο διαδραστικό χορό του ζευγαριού στο παρόν. Για να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο αυτή τη σκέψη, οι στρατηγικές επιβίωσης που κινητοποιούνται στον ένα σύζυγο όταν αντιλαμβάνεται πόνο (μέσα από τη συμπεριφορά του άλλου) εγείρει τις ευαλωτότητες του άλλου συζύγου, ο οποίος με τη σειρά του ενεργοποιεί τις δικές του στρατηγικές επιβίωσης. Έτσι εξελίσσεται το σχεσιακό αδιέξοδο. Ας αναλογιστούμε το παράδειγμα ενός ζευγαριού σε διένεξη (Byng-Hall, 2008). Ο φόβος απόρριψης  του συζύγου (μια στρατηγική ανασφαλούς αποφυγής) ενεργοποιείται όταν η σύζυγός του έρχεται  «πολύ κοντά» με την συμπεριφορά προσκόλλησης της (ανασφαλής αμφιθυμική στρατηγική). Όταν όμως εκείνος παίρνει απόσταση εκείνη την αντιλαμβάνεται ως «πολύ μακριά» από φόβο εγκατάλειψης και έτσι εφαρμόζει περαιτέρω συμπεριφορά προσκόλλησης. Έτσι δημιουργούνταν ένας φαύλος κύκλος.

Στη θεραπεία, η αλληλεπίδραση του ζευγαριού γίνεται αντιληπτή ως η δυναμική δια-σχεσιακή σύνδεση μεταξύ των ευαλωτοτήτων του κάθε ατόμου, των στρατηγικών επιβίωσης και των αμοιβαίων διεργασιών ενεργοποίησης. Αυτές οι διεργασίες συνδέονται κυκλικά σε ένα επίπεδο ενδο-ψυχικό και σε ένα επίπεδο δια-προσωπικό, τον τρόπο που αλληλεπιδρά το ζευγάρι. Αυτή είναι η λειτουργία της κυκλικής αιτιότητας. Η θεραπεία γίνεται το μέσο για τη δημιουργία μιας συνεκτικής ιστορίας. Περιλαμβάνει την απο-δόμηση της κυρίαρχης αφήγησης και των μύθων και την ανάδυση υποκείμενων αφηγήσεων που δεν έχουν ακόμα ακουστεί. Η κυκλική αιτιότητα είναι στο επίκεντρο της διερεύνησής μας στην θεραπεία με τις οικογένειες επίσης. Παρόλα αυτά, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εστιάζουμε τις αναφορές  μας στα ζευγάρια.

Ενσωματωμένα Nοήματα

«Οι αναλυτικές αντιλήψεις μπορούν να εμπλουτίσουν τις δια-δραστικούς κανόνες στην συστημική θεωρία» (Gerson, 2010, σελ.70). Στην ψυχαναλυτική σκέψη «σχεσιακός» είναι ο εσωτερικός κόσμος του ατόμου μέσα από τις αντικειμενοτρόπους σχέσεις˙ η συστημική θεωρία κάνει λόγο για τη σχεσιακή αλληλεξάρτηση (Woodcock,2009). Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία εστιάζει στις  ασυνείδητες ψυχικές διεργασίες˙ η συστημική οικογενειακή θεραπεία αντιλαμβάνεται την οικογένεια ως δομικό στοιχείο ενός κοινωνικο-βιολογικού συστήματος (Dare, 1979).

H ψυχαναλυτική οικογενειακή θεραπεία χρησιμοποιεί τις έννοιες της ψυχανάλυσης για να κατανοήσει τη ψυχολογική φύση και δράση των ατόμων, τις εσωτερικές διαπροσωπικές επιθυμίες και τους φόβους καθώς και τους μύθους και τα σενάρια της οικογενειακής ζωής που μεταφέρονται διαγενεακά. Αυτό κατά βάση εμπλουτίζει και συμπληρώνει τα άλλα μοντέλα οικογενειακής οργάνωσης,  οι δραστικές, καθοδηγητικές, στρατηγικές και παράδοξες παρεμβάσεις γίνονται με ένα τρόπο που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες οικογενειακές θεραπείες. Η ψυχαναλυτική οικογενειακή θεραπεία διαφέρει από τις άλλες οικογενειακές θεραπευτικές παρεμβάσεις καθώς επιζητά να κατανοήσει το ασυνείδητο νόημα τόσο της διαδικασίας όσο και των θεραπευτικών παρεμβάσεων και, αργότερα στη θεραπεία, αυτά τα υποθετικά ασυνείδητα νοήματα μπορούν να επικοινωνηθούν στην οικογένεια» (Dare, 1988,σ.50)

Ας αναλογιστούμε… στη συστημική θεραπεία, μήπως με  τις κυκλικές ερωτήσεις ο θεραπευτής δεν κάνει χρήση της οιδιπόδειας κατάστασης, δηλ. της ικανότητας των ατόμων να αντιληφθούν ο ένας το νου το άλλου; Δεν γίνεται ο θεραπευτής το τρίτο μέλος σε μια δυαδική σχέση, φτιάχνοντας δυαδικούς δεσμούς; Δεν αναλαμβάνει μήπως τη θέση του «μη γνωρίζοντα» που ενθαρρύνει τον αναστοχασμό; Για να προχωρήσει η θεραπεία, ο θεραπευτής δεν γίνεται αντιληπτός ως ένας «αρκετά καλός γονέας» (good enough parent) ικανός να εμπεριέξει αυτό που δεν μπορεί να εμπεριεχθεί ανάμεσα στο ζευγάρι (οι εμπειρίες και οι διαφωνίες τους); Δεν μπορούμε άραγε να χρησιμοποιήσουμε αυτό του μας δίδαξε ο Foulkes (1957) για τη δυναμική της ομάδας και την επικοινωνία στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της ομάδας;

Δεν προτείνουμε την ενσωμάτωση της συστημικής με την ψυχαναλυτική θεωρία. Τα πλαίσια τους είναι πολύ διαφορετικά. Συγχρόνως όμως, δεν μπορούμε να αρνηθούμε τα ενσωματωμένα νοήματα που αναγνωρίζουμε στην κλινική πράξη. Το ενδιαφέρον μας προκύπτει από τις αναγκαιότητες που αναδύονται κατά το κλινικό μας έργο. Εδώ, επικεντρωνόμαστε σε δυο πεδία όπου οι ψυχαναλυτικές ιδέες αναδύονται κατά το έργο μας: α) η θεραπευτική σχέση και β) η συναισθηματική εμπειρία.

α) Η Θεραπευτική Σχέση

Ο αναλυτής συν-κατασκευάζει ένα πλαίσιο με τον πελάτη και την εσωτερική του πραγματικότητα (του πελάτη). Η θεραπευτική σχέση, δηλ. η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ψυχαναλυτικής πράξης. Ο συστημικός θεραπευτής ερευνά τα πλαίσια στα οποία είναι ενσωματωμένη η οικογένεια, δηλ. τα μοτίβα των σχέσεων, την κουλτούρα, τις οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες. Στη συστημική οικογενειακή θεραπεία και στη θεραπεία ζεύγους τρείς,τέσσερις,πέντε μεταβιβάσεις είναι πολλές να διερευνηθούν. Ο θεραπευτής επικεντρώνεται στο χώρο μεταξύ των ψυχισμών, όχι εντός του ψυχισμού. Στο θεραπευτικό δωμάτιο το έργο είναι διττό: α) οι εμπειρίες και οι αλληλεπιδράσεις της καθημερινότητας και β) το σύστημα των πιστεύω των μελών και οι παρελθούσες τους εμπειρίες έτσι όπως υπεισέρχονται στις παρούσες τους σχέσεις.

Και εδώ είναι που οι ψυχαναλυτικές ιδέες μπορούν να  έχουν ισχυρή απήχηση στο συστημικό πλαίσιο. Φαίνεται να είναι αναπόφευκτο τα άτομα και τα ζευγάρια να μεταφέρουν τα μοτίβα του «σχετίζεσθαι» στη θεραπευτική σχέση. Όπως είναι αναπόφευκτο για το θεραπευτή να εμπλακεί στην διαδραστική διαδικασία φέρνοντας τις δικές του εμπειρίες.

Εάν μεταβίβαση ονομάσουμε τα μοτίβα της εμπειρίας που μεταφέρει ο θεραπευόμενος στην θεραπεία, δηλ. «μια ζωντανή ιστορία με τρόπους για το «σχετίζεσθαι» (Scharff & Scharff, 1991, σελ. 203) τότε η μεταβίβαση στη θεραπεία ζεύγους είναι ένα θέμα σύνθετο. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τρείς δυάδες˙ κάθε άτομο ξεχωριστά με το θεραπευτή και το ζευγάρι μεταξύ τους (Woodcock, 2009). Το να σκεπτόμαστε με όρους μεταβίβασης βοηθά το θεραπευτή να αναλογιστεί τα σχεσιακά μοτίβα όπως αυτά μεταφέρονται στη θεραπευτική σχέση. Η έννοια της μεταβίβασης δεν πρέπει να νοείται χωρίς προσοχή. Είναι σημαντικό όμως ο συστημικός θεραπευτής να είναι ενήμερος ότι στο θεραπευτικό δωμάτιο λαμβάνουν χώρα διεργασίες ασυνείδητες.

Απ’την άλλη, πώς στοχάζονται οι οικογενειακοί θεραπευτές το έργο τους; Πώς αντιλαμβάνονται την εμπειρία της αντιμεταβίβασης;

Η Gerson (σελ. 225) σχολιάζει:

…η αντίδρασή μας σε ένα οικογενειακό σύστημα μπορεί να ταξιδέψει μέσα από πολλά διαφορετικά κανάλια. Έτσι, εάν ο θεραπευτής υπήρξε διαμεσολαβητής και ειρηνοποιός στην οικογένεια καταγωγής του, μια συνεδρία γεμάτη αντιπαλότητα (ανάλογα με το βαθμό συνείδησης του εαυτού) μπορεί να ενεργοποιήσει αυτήν ακριβώς την απόκριση. Ο αναστοχασμός του θεραπευτή μέσα από τη ματιά του Bowen, τον βοηθά να είναι ενήμερος για την τάση του αυτή. Παρόλα αυτά, εάν κανείς σε ένα πιο ασυνείδητο επίπεδο υπόκειται σε ισχυρή ενοχή και στη συνέχεια σε θυμό κατά την αλληλεπίδραση με τα αδέρφια του, τότε μια παρόμοια συνάντηση με τα παιδιά σε μια οικογενειακή συνεδρία μπορεί να εγείρει τα συναισθήματα αυτά. Η ασυνείδητη εμπειρία της ενοχής και του θυμού θα ενισχύσει την παρόρμηση να λειτουργήσει ειρηνευτικά ή μήπως αυτά τα μη διαθέσιμα συναισθήματα θα την εκτροχιάσουν; Ποια είναι η γενετική σύνδεση μεταξύ των αποσυνδεδεμένων συναισθημάτων και της απόκρισης  του ειρηνοποιού; Σε αυτού του είδους την πολυπλοκότητα ο  ψυχισμός που έχει δουλευτεί θεραπευτικά γίνεται σανίδα σωτηρίας για τη συστημική δουλειά…

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η θεραπευτική σχέση προσδιορίζεται και από μια ακόμα διαδικασία, την προβλητική ταύτιση. Εν συντομία, σε ένα ασυνείδητο επίπεδο τα αφόρητα συναισθήματα δια-σχίζονται και προβάλλονται έξω από τον εαυτό, πάνω στον άλλο. Μέσα σε μια σχέση ο άλλος (δηλ. ο θεραπευτής, στην προκειμένη περίπτωση) συνηχεί με την ταύτιση με το δικό του συναισθηματικό ρεπερτόριο (Flaskas, 2005). O Jenkins (2006) περιγράφει ένα στιγμιότυπο στη θεραπεία με ένα ζευγάρι που διαφωτίζει αυτήν ακριβώς την έννοια. Στην ένατη συνεδρία, ο σύζυγος, που είχε κατάθλιψη και ένα ιστορικό με βίαια λεκτικά και σωματικά ξεσπάσματα, είχε δώσει τελεσίγραφο στη σύζυγό του να αλλάξει. Όταν ερωτήθηκε αν αυτή ήταν μια δίκαιη τοποθέτηση, ο σύζυγος άρχισε να κλαίει. Ο θεραπευτής περιγράφει την εμπειρία του: «…σχεδόν ένα λεπτό πέρασε στη σιωπή, κατά την οποία ένιωσα μια ισχυρή παρόρμηση, την οποία αντιλήφθηκα ότι θα έπρεπε να επικοινωνήσω με κάποιον τρόπο, συναισθηματικά ή γνωστικά. Γνώριζα πως, για εμένα τουλάχιστον, θα λειτουργούσε σαν ένα εμπόδιο άρρητο, εάν δεν εμπιστευόμουνα τον εαυτό μου και δεν έλεγα ή δεν έκανα τίποτα. Με χαμηλή φωνή, είπα « εάν ήμουν ο πατέρας σας, θα ερχόμουν και θα σας αγκάλιζα αυτή τη στιγμή» (σ.114). Αναρωτιόμαστε εάν αυτό το σημείο συνάντησης ταιριάζει με την έννοια της συνήχησης του Elkaim (1997), όταν δηλαδή ο ίδιος κανόνας ή το ίδιο συναίσθημα φαίνεται να είναι παρών σε διαφορετικά αλλά σχετιζόμενα συστήματα.

(β) Η Συναισθηματική Εμπειρία

Η συναισθηματική εμπειρία είναι μια σύνθεση  συναισθημάτων και νοημάτων. Εμείς είμαστε τα συναισθήματα μας και το πώς τα διαχειριζόμαστε. Το να συναισθάνεται κανείς είναι η διαδικασία του να υπάρχει. Προκειμένου να εμπιστευτούμε τα αισθήματά μας θα πρέπει να τα βιώνουμε με μια ιδιαίτερη σοφία και νόηση (Greenberg & Paivio, 1997)

Ο Bion αναφέρεται στο συναισθηματικό «εμπεριέχειν» (containment) στην αναλυτική σχέση. Χρησιμοποιεί τη μεταφορά της επικοινωνίας μητέρας-παιδιού προκειμένου να περιγράψει τη σχεσιακή διαδικασία ανάμεσα στο θεραπευτή και τον ασθενή˙ «…είσαι με τον ασθενή σε μια ονειροπόληση όπου το συναισθηματικό και συμβολικό νόημα συγκρατείται, οι ερμηνείες εξερευνώνται και η σκέψη αναπτύσσεται» (Larner, 2009, σελ. 203). Θα ήταν αφελές να εξισώσουμε τη συναισθηματική και σχεσιακή ένταση της αναλυτική δουλειάς με τις (λιγότερες σε αριθμό) συστημικές συνεδρίες. Παρόλα αυτά, η θεραπεία, ως ο χώρος μεταξύ ατόμων (και των εσωτερικών τους αναπαραστάσεων), και στις δυο σχολές έχει κοινό έδαφος: τη θέση του «μη γνωρίζειν» του θεραπευτή, ή ακόμα καλύτερα τη θέση του «να γνωρίζει να μην γνωρίζει» (Larner, 2009). O θεραπευτής δε μπορεί να απαρνηθεί τη γνώση και την εμπειρία του αλλά τις χρησιμοποιεί προκειμένου να σκεφτεί μέσα από τη συναισθηματική εμπειρία και με ανακλαστικό τρόπο να τις φέρει στο θεραπευτικό διάλογο. Ο Fonagy χρησιμοποιεί την έννοια της εν-νόησης    (mentalization).  Η  εν-νόηση  συνδέεται με την ικανότητα το άτομό να αντιλαμβάνεται και να διαχωρίζει τη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του από αυτά των άλλων. Η εν-νόηση βοηθά να κατανοούμε τα κίνητρα των πράξεων μας καθώς και των ανθρώπων γύρω μας, σημαίνει το άτομο να καθιστά κάτι νοητικό ή πιο σύνθετα νοητικό (Allen, Fonagy, Bateman, 2008).

Στη συστημική σκέψη, το «συναίσθημα» αντικαθίσταται από τα «συστήματα συναισθημάτων» που υπάρχουν μέσα στη σχέση. Πρόκειται για διεργασίες μέσα σε ένα σύστημα επικοινωνίας (Bertando & Arcelloni, 2009). Ο θεραπευτής γίνεται και αυτός μέρος των συστημάτων επικοινωνίας στο θεραπευτικό δωμάτιο. Η επίγνωση της συναισθηματικής εμπειρίας που βιώνει, ενισχύει τις αισθήσεις του και ενθαρρύνει το ξετύλιγμα των άρρητων νοημάτων.

Ένα καλό παράδειγμα είναι η λειτουργία του θυμού (Bertando & Arcelloni, 2009). Εάν ο θυμός ειπωθεί ότι ανήκει όχι στο άτομο αλλά στο σύστημα, μπορεί να θεωρηθεί ως συναίσθημα που έχει μια προστατευτική δράση. Αποτρέπει την προσοχή των μελών της οικογένειας (και του θεραπευτή) από άλλα συναισθήματα (όπως φόβος, πόνος, άγχος) εάν αυτά θεωρούνται «επικίνδυνα» από το σύστημα, αν δηλαδή συγκαλύπτουν αισθήματα όπως ευαλωτότητα και ευαισθησία. Επομένως, ένα θυμωμένο μέλος καθιστά τα υπόλοιπα μέλη μη-ευαίσθητα σε άλλα συναισθήματα και ενθαρρύνει την εχθρότητα και την πόλωση. Κάτω από αυτό το πρίσμα, αντί να αρνηθεί ή να υπερτιμήσει το θυμό, ο θεραπευτής κατευθύνεται στο να διερευνήσει τα υποκείμενα νοήματα. Τι πυροδοτεί το θυμό; Ποια συναισθηματική κατάσταση προηγείται του θυμού; Στη μελέτη περίπτωσης που παρουσιάζουμε, είναι ο φόβος της εαυλωτότητας και της ανικανότητας που πυροδοτούσε τα συνεχή, ταχύτατα κλιμακούμενα ξεσπάσματα θυμού ανάμεσα στους δυο συζύγους. Η αντιπαλότητα ήταν τόσο έντονη κάποιες φορές που γινόταν δύσκολο για το θεραπευτή να αντισταθεί στο να απορροφηθεί σε αυτήν.

Μελέτη Περίπτωσης

Συνεργαζόμαστε με το Θωμά και την Έλσα για περίπου εννέα μήνες. Ο Θωμάς πλησιάζει τα εξήντα σε ηλικία, η Έλσα είναι γύρω στα 40.  Στα χρόνια του γάμου τους έχουν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο και υπάρχουν άγριες εξάρσεις και διαφωνίες στη σχέση τους, κάποιες φορές δε έχει υπάρξει σωματική βία από την πλευρά του συζύγου. Η αρχή της σχέσης τους ήταν ευχάριστη, αλλά προοδευτικά κατέρρευσε μετά την γέννηση των παιδιών. Έχουν τέσσερα παιδιά. Ένα κορίτσι 15 ετών, ένα αγόρι 14 ετών, ένα κορίτσι 12 ετών και ένα κορίτσι 10 ετών .

Η Έλσα βίωσε το έντονα συγκρουσιακό διαζύγιο των γονιών της όταν ήταν έφηβη. Μετά από αυτό, ζούσε με τη μητέρα της και τον αδερφό της. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε δυο χρόνια αργότερα.

Ο Θωμάς ήταν το νεότερο μέλος της πατρικής του οικογένειας και το μοναδικό αγόρι. Θυμάται να αισθάνεται περιφρόνηση από τη μητέρα του και αδιαφορία από τον πατέρα του. Εργάζεται και βρίσκεται λίγα χρόνια πριν από τη σύνταξη.

Ο Θωμάς και η Έλσα βρίσκονται την αρχή μιας νέας φάσης στη ζωή τους. Η σύνταξη της Έλσας έχει ως αποτέλεσμα η μητέρα της -που μέχρι τώρα πρόσεχε τα παιδιά όσο οι γονείς εργάζονταν-  έχει λιγότερες επαφές με την οικογένεια. Το ζευγάρι διαφωνεί έντονα κυρίως για θέματα πειθαρχίας του γιού τους αλλά και, όπως διαπιστώνεται αργότερα κατά τις συνεδρίες μας, για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του συζύγου.

Η Έλσα είναι μια όμορφη γυναίκα, αρκετά εσωστρεφής και πικραμένη. Μιλάει λίγο για τον εαυτό της αλλά αντεπιτίθεται στις κατηγορίες του συζύγου της. Τα παιδιά της και η μητέρα της ανησυχούν ότι πάσχει από κατάθλιψη. Αντιλαμβάνεται το ρόλο της ως μητέρα ως βάρος καθώς αισθάνεται ότι την υποθάλπει ο σύζυγός της ο οποίος δεν την υποστηρίζει στο θέμα της πειθαρχίας των παιδιών, ειδικά ως προς το γιο ο οποίος αρκετά συχνά γίνεται και λεκτικά επιθετικός προς τη μητέρα. Ο Θωμάς ενθαρρύνει την αυτονομία των παιδιών, ειδικά του γιού του, απαξιώνοντας τις ανησυχίες της συζύγου του και τις εκκλήσεις της για συνεργασία. Εξοργίζεται που η γυναίκα του παίρνει απόσταση από εκείνον και λέει ότι δεν την έχει σε εκτίμηση.

Το συζυγικό ταίριασμα

Αφιερώθηκαν πολλές συνεδρίες μιλώντας για την δική του πατρική οικογένεια, πώς η μητέρα του απεχθανόταν το γεγονός ότι ήταν αγόρι, και πόσο αδιάφορος ήταν προς εκείνον ο πατέρας του. Η απαξιωτική στάση της Έλσας προς εκείνον (έτσι όπως την αντιλαμβανόταν) ανακινεί αυτό το συναίσθημα της «απαξίωσης». Την καταδιώκει αποζητώντας την προσοχή και τη φροντίδα της. Όμως όταν η ΄Ελσα ανταποκρίνεται στο κάλεσμά του και στέκεται να τον ακούσει, αντεπιτίθεται με άγριες κατηγορίες και απέχθεια. Είναι σαν να την προκαλεί να τον εγκαταλείψει (όπως έκανε η μητέρα του). Και τότε εκείνη του γυρνά την πλάτη για άλλη μια φορά. Από την άλλη, η Έλσα δεν μιλάει ιδιαίτερα για το παρελθόν της, Όταν το κάνει, οι αφηγήσεις της περιλάμβαναν πολύ πόνο και θρήνο. Η ιστορία της μιλά για άντρες ανίκανους ή κακοποιητικούς. Έπρεπε να μάθει να τα βγάζει πέρα μόνη της, αποξενωμένη από τη μητέρα της που ήταν απασχολημένη αλλού, δηλ. είτε στην αντιδικία με τον πρώτο της σύζυγο είτε στη σχέση της με τον δεύτερο της σύζυγο. Απαιτεί από τον άνδρα της να την αναζητά (όχι να την καταδιώκει) και να ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες τις ανάγκες. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο Θωμάς για να αποδείξει την ικανότητα του είναι να συντάσσεται μαζί της στο θέμα της πειθαρχίας των παιδιών. Όμως εκείνος δεν το κάνει. Οι εξάρσεις του επιβεβαιώνουν την αντίληψή της ότι τους  άνδρες δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι. Έτσι παίρνει απόσταση από εκείνον. Ακολουθεί ένα απόσπασμα της συναλλαγής τους που αποκαλύπτει ένα οδυνηρό συμπληρωματικό εσωτερικό ταίριασμα και περιγράφει πώς εργαστήκαμε μέσα από το θυμό.

Μετά από μερικές συνεδρίες όπου η σύζυγος είχε δυσκολία στο να έρθει στη θεραπεία με τον σύζυγο της, καταφθάνουν μαζί. Τους καλωσορίζουμε και τη ρωτάμε τι ήταν αυτό που τη δυσκόλευε στο να έρθει.

Έλσα: Δεν ξέρω. Ο άντρας μου,  μου είπε ότι αυτός είναι καλά και ότι εγώ είμαι το πρόβλημα.

Θεραπεύτρια: Αναρωτιόμασταν αν θεωρείτε ότι αυτό πιστεύουμε και εμείς;

Έλσα: Μάλλον.

Θεραπεύτρια: Τότε αν σας ζητούσε ο σύζυγός σας να έρθετε, ποια διαφορά θα υπήρχε;

Έλσα: Ίσως να μην ερχόμουν επειδή συνέχεια λέει το ίδιο και το ίδιο, και το μόνο πράγμα που κάνει είναι να με κατηγορεί λες και εκείνος είναι ο κύριος Τέλειος.

Θεραπεύτρια: Αναρωτιόμασταν αν θεωρείτε ότι υποστηρίζουμε την άποψή του και αν ανησυχείτε ότι και εμείς θα σας κατηγορήσουμε.

Έλσα: Όχι δεν το αισθάνομαι αυτό, σας εμπιστεύομαι.

Θωμάς: Σταμάτα αυτό που κάνεις, πόσες φορές σου έχω ζητήσει να έρθεις; Πόσες φορές σου έχω ζητήσει να προσπαθήσεις για αυτό το γάμο, για αυτή τη σχέση; Δουλεύω για αυτό μόνος μου, μόνος, με σεβάστηκες ποτέ; Πότε; (γελάει, φωνάζει, υπάρχει ένταση στη φωνή του) Ποτέ δε νοιάζεσαι, κοιτάζεις μόνο τον εαυτό σου, με ακούτε, κυρίες μου; Μόνο τον εαυτό της.

Έλσα: Μιλάς για εμένα, αντί να μιλάς για τον εαυτό σου και τη φιλενάδα σου;

Θωμάς: (γελώντας) κοιτάξτε ποιο θέμα φέρνει να συζητήσουμε…

Θεραπεύτρια: Μιλάτε για πολλά πράγματα αλλά και για ένα τρίτο πρόσωπο που βρίσκεται ανάμεσά σας.

Θωμάς: Ένα τρίτο πρόσωπο, κυρίες μου, μα τι είναι αυτά που λέτε; Θα έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και ευτυχή που υπάρχει αυτό το πρόσωπο… είναι μια αναγκαιότητα φυσικά, είναι μια ανάγκη, κάπως πρέπει να ζήσω… αφού η γυναίκα μου δεν ανταποκρίνεται στις σεξουαλικές μου ανάγκες, τις ανάγκες μου για αγάπη, δε με σέβεται.

Ελσα: Τον ακούτε; Τι λέει; Τι είμαι εγώ; Είμαι ένα ζώο να κάθομαι στις ανάγκες του… πόσες φορές σου είπα να την τελειώσεις αυτή τη σχέση; (με πολύ θυμωμένη φωνή)

Θεραπεύτρια: Αναρωτιέμαι αν αυτή η φιλενάδα που αναφέρετε ικανοποιεί και άλλες επιθυμίες και ανάγκες που έχετε.

Θωμάς: Τι άλλο; μόνο το σεξ.

Θεραπεύτρια: Πώς είναι ακριβώς αυτή η γυναίκα; Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα;

Θωμάς: Είναι μια γυναίκα που μπορείς να…. Είναι εκεί για εμένα… Συνδέομαι μαζί της την ώρα που είμαστε μαζί…. συναισθηματικά είναι εκεί για εμένα.

Θεραπεύτρια: Μιλάτε για μια γυναίκα που ικανοποιεί μια ανάγκη σας και αυτή η ανάγκη φαίνεται να έχει διττή υπόσταση, διότι μιλάτε για μια βιολογική ανάγκη αλλά συγχρόνως μιλάτε και για την απόλαυση. Φαίνεται σαν με τη γυναίκα αυτή να αισθάνεστε ότι μπορείτε να ενωθείτε συναισθηματικά, βρίσκεστε σε μια ισορροπία μαζί της, και όταν κάνετε σεξ μαζί της αισθάνεστε ότι σας καταλαβαίνει. Αυτό φαίνεται  ότι δε συμβαίνει με τη σύζυγό σας. Σαν να βρίσκεται μαζί σας με έναν καταναγκαστικό τρόπο.

Έλσα: Συμφωνώ. Έτσι είναι ακριβώς, μου ζητά να βρισκόμαστε για να ικανοποιήσει τη σεξουαλική του ανάγκη. Εγώ δε μπορώ να είμαι μαζί του με αυτόν τον τρόπο. Χρειάζεται να συγκινηθώ, βρίσκομαι εκεί αλλά χρειάζομαι κάτι παραπάνω για να συγκινηθώ.

Ο σύζυγος είναι πολύ αναστατωμένος… φωνάζει ότι δεν του έχει απομείνει πλέον χρόνος, είναι πολύ μεγάλος και φοβάται το θάνατο και τη μοναξιά. Λέει ότι δεν την αντέχει πια, φωνάζει ότι χρειάζεται από εκείνην να τον σέβεται, διότι δε μπορεί να σταματήσει να θυμάται τη μητέρα του και πόσο πολύ τον παραμελούσε, και δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για εκείνον. Η θεραπεύτρια τον παρακινεί να αρχίσει να σέβεται τον εαυτό του, παίρνοντας μια απόφαση στην οποία πρέπει να εμείνει, διότι το να έχει δυο γυναίκες συγχρόνως είναι σαν να μην είναι με καμία… Αρχίζει και κλαίει… πολύ δυνατά φωνάζει ότι δεν σέβεται τον εαυτό του, ότι δεν του αξίζει τίποτα, ότι είναι ο τελευταίος όλων. Ότι η μητέρα του τον ανέθρεψε εμποτισμένο με αυτό το συναίσθημα. Είναι ο τελευταίος όλων. Η γυναίκα του τον παρατηρεί σιωπηλά και αρχίζει και κλαίει και εκείνη. Σηκώνεται να βγει από το δωμάτιο διότι δεν μπορεί να βλέπει τον άντρα της να κλαίει. Την κρατάμε να μείνει. Τη ρωτάμε τι είναι αυτό που δεν αντέχει. Απαντά ότι δεν μπορεί είναι να τον βλέπει λυπημένο και να τον βλέπει να κλαίει σαν μικρό παιδί.

Η ατμόσφαιρα στο θεραπευτικό δωμάτιο έχει αλλάξει. Αυτό είναι που η Gerson (2009) περιγράφει μια «φωτισμένη στιγμή». Οι δυο τους έχουν συνδεθεί ψυχικά.

Θωμάς: Δε μπορώ να πιστέψω ότι η γυναίκα μου κλαίει για εμένα, δεν το πιστεύω ότι νοιάζεται για εμένα.

Θεραπεύτρια: Έχετε μεγάλη θλίψη μέσα σας, και αισθάνεστε ότι δεν αξίζετε. Και τη θλίψη αυτή προσπαθείτε να την καλύψετε με το θυμό. Την προβάλετε στη σύζυγό σας, ότι εκείνη φταίει που δεν σας δίνει αξία. Η αλήθεια όμως είναι ότι εσείς δεν δίνετε αξία και αναγνώριση στον εαυτό σας.

Ο σύζυγος είναι πολύ μπερδεμένος, αλλά βρίσκεται και σε βαθύ ψυχικό πόνο τον οποίο κουβαλάει από την παιδική του ηλικία. Είναι πολύ θυμωμένος με τη γυναίκα του την οποία απαξιώνει. Εκείνη δεν αναγνωρίζει πόσο καλός είναι. Προκειμένου να διαχειριστεί αυτά τα επώδυνα συναισθήματα κάνει μια διάσχιση μεταξύ των δυο θεραπευτριών. Αισθάνεται ότι η θεραπεύτρια Α είναι το κακό αντικείμενο όπως η γυναίκα του, όπως η μητέρα του,  και η θεραπεύτρια Β είναι το καλό αντικείμενο. Αυτή η σχάση έχει να κάνει και με τον εσωτερικό του εαυτό καθώς μέσα του υπάρχει ένας εξιδανικευμένος εαυτός, η ανάγκη του να είναι τέλειος και η συνειδητοποίηση ότι ποτέ δεν είναι αρκετός καθώς πάντα αισθάνεται λίγος στο τέλος. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η απαξίωση του εαυτού και των άλλων. Γιατί όλα όσα κάνει ποτέ δεν είναι αρκετά; Όλος αυτός ο θυμός και το γεγονός ότι οι προσπάθειές του δεν αναγνωρίζονται είναι κάτι που δεν αντέχει και έτσι στο τέλος τον προβάλλει στους άλλους. Αυτοί οι άλλοι είναι η γυναίκα του, τα παιδιά και οι θεραπεύτριες.

Σε επόμενες συνεδρίες, συζητήσαμε περαιτέρω το ρόλο του τρίτου ατόμου στις οικογένειες καταγωγής τους. Μιλήσαμε για τα άλλα μέλη στην οικογένεια καταγωγής της Έλσας, την περίοδο που οι γονείς της χώρισαν, τη σχέση τους μαζί της, τον πατριό της, πώς ένιωθε, πώς ένιωθε κατά την εφηβείας της. Αντίστοιχα μιλήσαμε και για την οικογένεια καταγωγής του Θωμά.

Χρησιμοποιήσαμε το παράδοξο σαν τεχνική για να τους βοηθήσουμε να αποκτήσουν εγγύτητα μεταξύ τους. Η οδηγία ήταν να σταματήσουν να κάνουν σεξ και να αρχίσουν να φλερτάρουν, να συναντηθούν στο αγαπημένο τους μέρος εκεί που συναντιόντουσαν παλιά, να περάσουν μια νύχτα σε ένα ξενοδοχείο χωρίς να κάνουν σεξ.

Ο σύζυγος προσπαθούσε να πλησιάσει τη σύζυγο του ως πατέρας, φέρνοντας τα προβλήματα των παιδιών τους. Τόνιζε πόσο καλά τα διαχειριζόταν τα θέματα αυτά. Το έκανε αυτό για να εντυπωσιάσει και να κερδίσει το σεβασμό την γυναίκας του. Προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του σημαντικό. Αλλά με τον τρόπο αυτό κατάφερνε να εντυπωσιάσει την κόρη του και όχι τη γυναίκα του με τη διεργασία του Οιδιπόδειου συμπλέγματος.

 

 

 

Οι γονεικοί ρόλοι και τα τρίγωνα

Από τις συζητήσεις μας γρήγορα έγινε εμφανές ότι το ζευγάρι έφερνε το γιο τους στη σχέση τους. Ήταν τριγωνοποιημένος. Ο Γιώργος είχε αναλάβει το βαρύ φορτίο να ενώνει και να χωρίζει τους γονείς του.

Ο Bowen αναλύει την έννοια των «τριγώνων» προκειμένου να εξηγήσει περαιτέρω πώς τα ζευγάρια (και τα μέλη της οικογένειας) συνδέονται και αλληλεπιδρούν. Ένα τρίγωνο είναι ένα σύστημα σχέσεων τριών ατόμων. Θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος, το κύτταρο στα μεγαλύτερα συναισθηματικά συστήματα καθώς το τρίγωνο είναι το μικρότερο σταθερό σχεσιακό σύστημα. Ο Kraemer προσθέτει «η ρύθμιση της θέσης του ατόμου σε ένα τριαδικό σύστημα ανθρώπων είναι μια θεμελιώδης ανθρώπινη δεξιότητα και διαρκεί σε όλη του τη ζωή» (Kraemer, 2009, σ. 50). Ένα σύστημα δυο ατόμων είναι ασταθές διότι αντέχει λίγη πίεση προτού εμπλακεί και τρίτο άτομο. Ένα τρίγωνο μπορεί και εμπεριέχει πολύ περισσότερη ένταση χωρίς να εμπλέκει επιπλέον άτομο επειδή η ένταση μπορεί και μετακινείται σε συσχετίσεις  των τριών. Αν η ένταση είναι πολύ μεγάλη ώστε να μπορεί να την αντέξει ένα τρίγωνο, επεκτείνεται σε μια σειρά από αλληλένδετα τρίγωνα. Η έννοια αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη με τα ζεύγη που έχουν προβλήματα. Για παράδειγμα, με σκοπό να αποσυμφορήσει την ένταση μεταξύ των γονιών, ένα παιδί μπορεί να παρέμβει παρουσιάζοντας ένα σύμπτωμα. Αυτό γίνεται πρώτη προτεραιότητα για τους γονείς, τους αποπροσανατολίζει από την συγκρουσιακή τους συναλλαγή, και έτσι το παιδί «τριγωνοποιείται» στη σχέση τους (Byng-Hall, 2008).

Στη σχέση αυτή ο Γιώργος είναι ο ρυθμιστής. Όταν χωρίζει τη μητέρα από τον πατέρα, ο Γιώργος κάνει τον πατέρα να δείχνει άχρηστος και έτσι το αγόρι έρχεται πιο κοντά στη μητέρα του. Ρυθμίζει την απόσταση μεταξύ των γονιών χωρίζοντάς τους και στη συνέχεια ενώνοντάς τους. Η παθολογία αυτής της αλληλεπίδρασης έγκειται στο ότι αυτή γίνεται μέσα από ένα σύμπτωμα, την έντονη επιθετικότητα στο σχολείο, στις σχέσεις του με τους συνομήλικους, στο σπίτι με τις αδερφές του, με τους γονείς του. Μέσα από περιστατικό που μας περιέγραφαν, παρατηρήσαμε ακριβώς πώς αυτό λειτουργούσε. Όταν ο πατέρα ερχόταν κοντά στο γιο, τότε η μητέρα απομονωνόταν. Τότε είναι που ο πατέρας την προκαλούσε. Πώς; Προκαλώντας την (ακόμα και με το να γίνεται βίαιος σωματικά). Τότε είναι που ο Γιώργος ερχόταν να τη σώσει, παίρνοντας έτσι απόσταση από τον πατέρα.

Στις συναντήσεις μας διαπιστώσαμε πολλά τρίγωνα. Ένα σημαντικό τρίγωνο ήταν το τρίγωνο μητέρα-πατέρας-γιος. Σε μια από τις συνεδρίες, ο πατέρας και η μητέρα είχαν μια έντονη διαφωνία στην προσπάθειά τους να καταθέσουν τα γεγονότα σχετικά με ένα περιστατικό που είχε συμβεί στο παρελθόν που αφορούσε το γιο τους. Απαιτούσαν από την θεραπεύτρια Α να πάρει θέση και να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο. Η θεραπεύτρια Α προοδευτικά άρχισε να νοιώθει κατακλυσμένη, μπερδεμένη και εκνευρισμένη και έχασε τα λόγια της. Η θεραπευτήρια Β, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε παραμείνει σιωπηλή,  αντιλήφθηκε την απόγνωσή της. Αναρωτήθηκε πώς μπορεί άραγε να αισθάνεται ο Γιώργος σε τέτοιες περιπτώσεις. Ένοιωθε θυμωμένος; Μπερδεμένος; Πιεσμένος να επιλέξει ανάμεσα στους δυο; Αυτή ήταν μια ευκαιρία να περιγράψουμε στο εδώ-και-τώρα  πώς το ζευγάρι τριγωνοποιούσε το γιο τους.

Θωμάς: Δεν αντέχει το παιδί αυτό. Έχεις δει πώς του μιλάς; Πώς το κοιτάς; Πρέπει να το αγαπήσεις αυτό το παιδί. (Στρέφεται στις θεραπεύτριες) Ξέρετε τι κάνει στο σπίτι; Είναι ο φύλακας. Το παιδί ζητάει να τρυπήσει το αυτί του. Ε, και τι με αυτό; Όταν του πας κόντρα τότε είναι που θα το κάνει. Τι κάνει η σύζυγός μου; Είναι ειδική στο να ελέγχει και να καταπιέζει. Το ίδιο κάνει και με εμένα. Θέλει να ελέγχει τα πάντα. Θέλει να ελέγχει αν είμαι καλός πατέρας.

Έλσα: Είσαι ανόητος να λες τέτοια πράγματα.  Δεν θα επιτρέψω σε έναν δεκατετράχρονο να τρυπήσει το αυτί του. Μην με κάνεις να σε βρίσω!

Θωμάς: Μα δεν θα το κάνει καλή μου. Απλά σε τεστάρει. Χαλάρωσε και θα δεις ότι δεν θα το κάνει. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι τελικά να κάνει την τρύπα!

Έλσα: Ακούτε τι λέει;

Θωμάς: Τι λέω; Δεν είμαστε ίδιοι. Και τελικά εγώ είμαι ο άντρας το σπιτιού.  Εγώ είμαι ο πατέρας, η γνώμη μου πρέπει να εισακούγεται.

Η μητέρα δεν δείχνει να ακούει. Δεν του δίνει χώρο ούτε και δείχνει εμπιστοσύνη στον τρόπο που ο άντρας της συμπεριφέρεται στον γονεικό του ρόλο. Από την άλλη, ο πατέρας δεν δείχνει να αναγνωρίζει το έργο της μητέρας στο σπίτι και την πίεση στην οποία βρίσκεται. Το θέμα αυτό το προσεγγίσαμε με ένα παράδοξο μήνυμα: «όταν ο Γιώργος εμπλέκεται στους καβγάδες σας, να τον ευχαριστείτε που ρυθμίζει την απόσταση μεταξύ σας για μια ακόμα φορά!»

Τελικές σκέψεις

Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο τι καθιστά την οικογενειακή θεραπεία αποτελεσματική. Καθώς η πρώτη γενιά οικογενειακών θεραπευτών που εγκαινίασαν τα μεγάλα ρεύματα στη θεωρία και την πράξη της οικογενειακής θεραπείας (Minuchin, Palo Alto, Michael White, κα) σταδιακά αποσύρονται από την ενεργή σκηνή  του θεραπευτικού και θεωρητικού προσκηνίου, το ερώτημα παραμένει: «Τι κάνει την οικογενειακή θεραπεία να λειτούργει;» Υπάρχει μικρή συμφωνία για τους παράγοντες που συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας.

Εάν θεωρήσουμε τη θεραπεία σαν τη συνάντηση μεταξύ ανθρώπων, τότε είναι απαραίτητο να συμπεριλάβουμε τον εαυτό του θεραπευτή. Ο Simon (2006) αναφέρει ότι η καλύτερη θεραπεία είναι εκείνη που είναι πλησιέστερη στην κοσμοθεωρία του θεραπευτή, δηλ. όταν η υποκείμενη θεωρία του θεραπευτικού μοντέλου που εφαρμόζει ταιριάζει με την κοσμοθεωρία του θεραπευτή.

Θεωρούμε αυτή την άποψη μια ενδιαφέρουσα τομή στην κλινική πράξη ειδικά όταν η θεραπεία περιλαμβάνει δυο θεραπευτές. Το να ακολουθούν κοινούς νοηματικούς δρόμους είναι προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση ενός διαπροσωπικού πλαισίου. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Ο εαυτός του θεραπευτή μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα. Αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον –και είναι μεγαλύτερη η πρόκληση- όταν «ο εαυτός» γίνονται «οι εαυτοί». Όταν δυο θεραπευτές εργάζονται μαζί ως θεραπευτικό ζευγάρι, η συνεργατική προσπάθεια μεγιστοποιείται. Εργαζόμαστε μαζί αξιοποιώντας τα σχεσιακά τρίγωνα, τις κυκλικές ερωτήσεις, τις αλληλεπιδράσεις στο εδώ-κι-τώρα ως εργαλεία για την διερεύνηση της κυκλικής αιτιότητας. Αλλά εργαζόμαστε επίσης ώστε να εντάξουμε τις προσωπικές μας ιστορίες και τα θεωρητικά μας υπόβαθρα σε μια συνεκτική αφήγηση. Η προσωπική θεραπεία και η εποπτεία διευκολύνουν την αντίληψη του εαυτού. Η πρόκληση για εμάς είναι να συν-ταιριάζουμε την εκπαίδευσή μας με συστημικό και ψυχοδυναμικό υπόβαθρο στο θεραπευτικό δωμάτιο. Αποδείχθηκε μια ενδιαφέρουσα διαδρομή και έχει οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις για την αποτελεσματικότητα στη θεραπεία.

Ευχαριστούμε τον Δρ. Δ. Σακκά για τα σοφά του λόγια και για την ανεκτίμητη υποστήριξη.

Η παρούσα εργασία παρουσιάστηκε με την μορφή αναστημένης ανακοίνωσης στο συνέδριο της EFPP (European Federation for Psychoanalytic Psychotherapy) στην Αθήνα στις 24-27 Μαΐου 2012, που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Θεραπείας.

Βιβλιογραφία

Allen,J., Fonagy,P., Bateman, A. , 2008.  Mentalizing in Clinical Practice. Arlington: APP.

Bertrando, P. & Arcelloni, T., 2009. Anger and boredom: unpleasant emotions in systemic therapy. In: C.Flaskas and D.Pocock, ed.2009. Systems and Psychoanalysis, Contemporary Integrations in Family Therapy. London: Karnac Books. Ch.5.

Bowlby, J., 1988. A secure base: Parent-child attachment and healthy human development. New York: Basic Books.

Byng-Hall, J., 2008. The crucial roles of attachment in family therapy. Journal of Family Therapy, 30, 129-146.

Dare, C., 1979. Psychoanalysis and systems in family therapy. Journal of Family Therapy, 1, 137–151.

Dare, C., 1988. Psychoanalysis and Family Systems Revisited: the Old, Old Story? Journal of Family Therapy,  20, 165–176.

Elkaim, M., 1997. If you love me don’t love me. London: Aronson

Flaskas, C., 2005. Psychoanalytic Ideas and Systemic Family Therapy: Revisiting the question ‘Why Bother?’. Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 26,(3), pp125-134.

Foulkes, S. H., 1957. Group-analytic dynamics with specific reference to psychoanalytic concepts. International Journal of Group Psychotherapy, 7, 40-52.

Gerson, M.J., 2010. The Embedded Self. New York: Routledge.

Greenberg, L.S. and Paivio, S.C., 1997. Working With Emotions in Psychotherapy. NY: Guildford.

Jenkins, H., 2006. Inside out , or outside in: meeting with couples. Journal of Family Therapy, 28, 113-135.

Klein, M., 1957. Envy and Gratitude. London: Hogarth

Klein, M., 1975.  Love, Guilt and reparation and other works 1921-1945 New York: S. Lawrence  (New York)

Kraemer, S., 2009. Is there another word for it? Countertransference in family therapy. In: C.Flaskas and D.Pocock, ed.2009. Systems and Psychoanalysis, Contemporary Integrations in Family Therapy. London: Karnac Books. Ch.3.

Larner, G., 2009. Intersecting Levinas and Bion: the ethical container in psychoanalysis and family therapy. In: C.Flaskas and D.Pocock, ed.2009. Systems and Psychoanalysis, Contemporary Integrations in Family Therapy. London: Karnac Books. Ch.12.

Minuchin, S., 1974. Families and Family Therapy. Boston: Harvard Press.

Scharff, D.E. & Scharff, J.S., 1991. Object Relations Family Therapy. Northvale: Jason Aronson.

Scheinkman, M. & Fishbane, M.D. (2004).  The Vulnerability Cycle: Working with Impasses in Couple Therapy. Family Process, 43, pp279-299.

Simon,G. M. , 2006.  The Heart of the Matter: a Proposal for Placing the Self of the Therapist at the Center of Family Therapy Research and Training. Family Process, 45, pp331-344.

Schore, A.N., 2003. Affect dysregulation and disorders of the self. New York: W.W. Norton & Company.

Woodcock,J., 2009. Love and hate and the oedipal myth: the perfect bridge between the systemic and the psychoanalytic. In: C.Flaskas and D.Pocock, ed.2009. Systems and Psychoanalysis, Contemporary Integrations in Family Therapy. London: Karnac Books. Ch.3.

Watzlawick, P. et al. (1967). Pragmatics of human communication: a study of interactional patterns, pathologies and paradoxes. New York: Norton.

Watzlawick, P.  and Weakland, J., 1977. The Interactional View. New York: Norton.