Το παρόν άρθρο είναι προσαρμοσμένο από αναρτημένη ανακοίνωση με τίτλο “Grief and Hyperactivity in Children”, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της AEPEA, στην Αθήνα τον Ιούνιο 2009. 

Συχνά οι γονείς προβληματίζονται για την υπερκινητική συμπεριφορά και τη διάσπαση προσοχής στο παιδί τους.Εξίσου συχνά όμως το ιστορικό του παιδιού αλλά και οι ιστορίες της οικογένειας, έτσι όπως ξετυλίγονται μέσα από τις συνεδρίες, αναδεικνύουν άλλα θέματα που χρήζουν ίσης ή και περισσότερης προσοχής. Αυτά τα θέματα «εξηγούν» τη συμπεριφορά του παιδιού.

Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται τρεις περιπτώσεις παιδιών με υπερκινητική συμπεριφορά η οποία συνδέθηκε με την απώλεια αγαπημένου προσώπου. Αν και δεν ήταν αντιληπτός από την οικογένεια αρχικά ο συσχετισμός της συμπεριφοράς του παιδιού με το πένθος της απώλειας, στην πορεία η σύνδεση αυτή  υπήρξε βοηθητική για να «ξεμπλοκάρει» το παιδί αλλά και η οικογένεια.

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Η Ελένη είναι ένα κορίτσι 10 ετών. Ο πατέρας της απευθύνθηκε στο Τμήμα μας, προκειμένου να διερευνηθεί η διάσπαση προσοχής και η υπερκινητικότητα που παρουσίαζε καθώς και η μειωμένη σχολική της επίδοση. Ζει με τον πατέρα της και τη γιαγιά της τα τελευταία 8 χρόνια μετά τον αιφνίδιο θάνατο της μητέρας της, όταν ήταν 2 ετών. Επίσης, παρουσιάζει κεφαλαλγίες, που δεν έχουν οργανική αιτία.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Η Ανθή είναι 9 ετών. Προσήλθε με τη μητέρα της με αίτημα τη διερεύνηση της υπερ-κινητικότητας και της διάσπασης προσοχής. Ζει με τη μητέρα και τη γιαγιά της. Δεκαοκτώ μήνες πριν πέθανε ο πατέρας της μετά από χρόνιο νόσημα. Η Ανθή περιγράφεται υπερκινητική «από κούνια». Μοιάζει πολύ στη συμπεριφορά αυτή με την αδερφή της μητέρας και είναι πολύ παρορμητική.

ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Ο Λευτέρης είναι 8 ετών. Όπως λέει η μητέρα του, είναι ένα παιδί ιδιαίτερα κινητικό και παρορμητικό, που δεν αποδίδει καλά στο σχολείο και συχνά είναι επιθετικός προς τους συμμαθητές του αλλά και τους οικείους του ενήλικες. Ζει μαζί με τους γονείς του και συχνά μένει μαζί τους και η μητρική γιαγιά. Όταν ο Λ. ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία η μητέρα χρειάστηκε να αναθέσει τη φροντίδα του παιδιού στους παππούδες καθώς αρρώστησε σοβαρά. Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια έχει αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα του παιδιού. Ο πατέρας συχνά απουσιάζει από το σπίτι για επαγγελματικούς λόγους.

 

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

  • Και τα τρία παιδιά παρουσίαζαν δυσκολίες στη σχολική τους προσαρμογή και επίδοση και οι γονείς ανέφεραν με επίταση ότι είχαν δυσκολίες στη διαχείριση των συμπεριφορών τους.
  • Και τα τρία παιδιά είχαν βιώσει ένα σοβαρό ψυχοτραυματικό οικογενειακό γεγονός, την απώλεια ενός από τους γονείς. Ο Λευτέρης βίωσε την απώλεια του δεσμού με τη μητέρα του στα πρώτα χρόνια της ζωής του, χρόνια κρίσιμα για τη σύνδεση μητέρας-παιδιού.
  • Όπως συχνά συμβαίνει στα πλαίσια της ελληνικής οικογένειας, και στις τρεις περιπτώσεις ενεργοποιήθηκαν βοηθητικά συστήματα και η γιαγιά του εν ζωή γονέα συμμετείχε σημαντικά στην ανατροφή του παιδιού.
  • Ωστόσο, η ανακατάταξη και η σύγχυση αυτών των ρόλων και των σχέσεων στην οικογένεια καθώς και η θλίψη από την απώλεια του αγαπημένου προσώπου, πολλές φορές καταλήγουν σε συγκρούσεις που εκφράζονται με αρνητικές αποδόσεις. Τα παιδιά ήταν αποδέκτες αρνητικών αποδόσεων από το γονέα και τη γιαγιά: «κάνει σαν δαιμονισμένο», «έχει άρνηση σε οτιδήποτε του δοθεί». Συγχρόνως όμως, υπήρχαν πολλές κατηγορίες και του παιδιού προς το γονέα και τη γιαγιά «κι εσύ λες ψέματα» αλλά και μεταξύ γονέα και γιαγιάς. Η γιαγιά περιγράφεται ως «κοτζαμπάσης», «αν δεν ήταν άρρωστη, θα ήταν απόλυτος δικτάτορας»

 

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Η οικογενειακή θεραπεία ήταν η θεραπεία επιλογής με τρεις κυρίως στόχους:

(α) τη διαχείριση της συμπτωματολογίας των παιδιών,

(β) τη διευκόλυνση των διεργασιών πένθους στην οικογένεια,

(γ) την αξιοποίηση του ρόλου της τρίτης γενιάς (της γιαγιάς) στην οικογενειακή δυναμική

 

ΠΟΡΕΙΑ

  • Έγιναν τουλάχιστον 5-7 οικογενειακές συναντήσεις για κάθε περίπτωση και το θεραπευτικό σχήμα αφορούσε σε συναντήσεις δυο θεραπευτών άλλοτε με όλα τα μέλη που ζούσαν μαζί στο σπίτι (γονέας, παιδί, γιαγιά), άλλοτε με το γονέα και το παιδί και άλλοτε αφορούσε ατομικές συναντήσεις.
  • Από το «εγώ φταίω» στη νοηματοδότηση της συμπεριφοράς. Στόχος ήταν η υπερκινητική συμπεριφορά και τα λοιπά συμπτώματα του παιδιού να νοηματοδοτηθούν και να αναγνωριστούν ως μέρος των οικογενειακών συναλλαγών και σχέσεων. Συζητήθηκε η επικέντρωση των μελών στο σύμπτωμα της υπερκινητικότητας του παιδιού. Αναγνωρίστηκε ότι όταν του γίνονται αρνητικές αποδόσεις (για το χαρακτήρα του), το παιδί αποδέχεται ένα ρόλο: γίνεται το αντικείμενο κατηγορίας («εγώ φταίω» «έτσι είναι ο χαρακτήρας μου») χωρίς να αφήνεται η προσδοκία και η ελπίδα για αλλαγή. Το παιδί προκειμένου να ανταπεξέλθει υιοθετεί τις κατηγορίες και έμμεσα στηρίζει το γονέα.
  • Η ανάδυση αφηγήσεων για την απώλεια. Η απόδοση αυτού του ρόλου του «υπερκινητικού, δύσκολου-στη-διαχείριση παιδιού» είχε λυτρωτική δράση για την οικογένεια, καθώς απομάκρυνε τα μέλη της από τις οδυνηρές σκέψεις της απώλειας και το φόβο αντιμετώπισής τους. Στην πορεία των συναντήσεων αναδύθηκαν αυτές οι σκέψεις και εκφράστηκαν συνδέσεις που τρόμαζαν το παιδί όπως «φοβάμαι μη γνωρίσει άλλη γυναίκα ο πατέρας μου» ή «φοβάμαι μην φύγεις και δεν ξαναγυρίσεις». Οι διεργασίες αυτές διευκόλυναν την επεξεργασία του πένθους. Οι αφηγήσεις ενίσχυσαν τη συναλλαγή μεταξύ των μελών αλλά και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων και των ρόλων τους.
  • Οι θετικές αποδόσεις για το ρόλο της γιαγιάς. Σχεδόν αμέσως βγήκαν στην επιφάνεια οι συγκρούσεις και οι διαφωνίες με τη γιαγιά. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στη σύγχυση των οικογενειακών ρόλων και των σχέσεων. Εκείνο όμως που ενθάρρυνε την αλλαγή ήταν η αναγνώριση και η θετική απόδοση του ρόλου της γιαγιάς μέσα στην οικογένεια. Δόθηκε η ευκαιρία στη γιαγιά να μιλήσει για το δικό της πένθος και την αγωνία της για το μέλλον της οικογένειας. Αυτό φάνηκε να επέτρεψε και στα υπόλοιπα μέλη, και ιδιαίτερα το γονέα, να βάλει απόσταση στην εξαρτητική σχέση με τη μητέρα του και να οδεύσει προς την αυτονόμησή του στο ρόλο του ως ενήλικου γονέα.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

  • Η παρέμβαση αφορούσε μια ολιστική και πολυεπίπεδη προσέγγιση. Οι συναντήσεις αποτέλεσαν την αρχή μιας συνεχιζόμενης παρακολούθησης του παιδιού και της οικογένειας και μέρος ενός ευρύτερου θεραπευτικού σχεδιασμού, που περιλάμβανε και άλλες παρεμβάσεις όπως: ατομική θεραπεία του γονέα, ψυχοπαιδαγωγική στήριξη του παιδιού (ανάλογα με την περίπτωση)
  • Οι οικογενειακές συναντήσεις φαίνεται να διευκόλυναν τις διεργασίες του πένθους και την καλύτερη οργάνωση και διαχείριση της υπερκινητικής συμπεριφοράς του παιδιού μέσα στο οικογενειακό σύστημα.
  • Η καινούρια πληροφόρηση για τις δυναμικές της οικογένειας μέσα στην οποία εκδηλώνεται η συμπτωματολογία του παιδιού λειτούργησε καταλυτικά στην απάντηση των αρχικών διαφοροδιαγνωστικών ερωτημάτων, αλλά και στην εξέλιξη της θεραπείας.

 

«Στόχος της θεραπείας και στις τρεις περιπτώσεις έγινε η ενεργοποίηση της οικογένειας σαν πηγή ενέργειας. Η οικογένεια είχε βρεθεί  σε συνθήκες εγκλωβισμού της σε ατέρμονους δυσλειτουργικούς κύκλους, που εδώ είχαν σχέση με δυσάρεστα υπαρξιακά γεγονότα αλλά και με παρεκκλίσεις στην ανάπτυξη του παιδιού».

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Bowlby, J. (1971, 1975, 1981). Attachment and loss: Vol.1,2,3. London: Penguin Books
  • Carr, A. (2006). Attention and over-activity problems. The Handbook of Child and Adolescent Clinical Psychology. A Contextual Approach. London: Routledge.
  • Stratton, P. (2006). Helping families towards greater happiness: Ideas from research into families and family practice. Paper presented at the National Family and Parenting Institute conference: Parent-Child

 

Μαρία Καραντώνη

Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια